ἐξιτήριος

ἐξιτήριος
ἐξ-ιτήριος, zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐξιτήριος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξιτήριος — α, ο (AM ἐξιτήριος, ον) [έξειμι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» λόγοι αποχαιρετισμού) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο… …   Dictionary of Greek

  • ἐξιτήριον — ἐξιτήριος of masc/fem acc sg ἐξιτήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτηρίοις — ἐξιτήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτηρίους — ἐξιτήριος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτηρίων — ἐξιτήριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτήρια — ἐξιτήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξιτήριοι — ἐξιτήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξιτήριο — το βλ. εξιτήριος …   Dictionary of Greek

  • εφόδιος — ἐφόδιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται για το ταξίδι ή για τον θάνατο, εξιτήριος (α. «ἐφόδιοι εὐχαί» β. «ἐξιτηρίους εὐχάς, ἐφοδίους τοῑς πρὸς ἔξοδον ἰοῡσιν ἤ πρὸς θάνατον», λεξ. Σούδα) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στην οδό, προσιτός, ευπρόσιτος.… …   Dictionary of Greek

  • ιτήριος — ἰτήριος, ον (Μ) λέξη που πλάστηκε ως ετυμολογία τού ἐξιτήριος*, στο Μέγα Ετυμολογικόν τού 11ου αιώνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”